- προδαήναι
- Α1. το να γνωρίζει κανείς κάτι εκ τών προτέρων2. το να μαθαίνει κανείς κάτι εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δαῆναι, απρμφ. παθ. αορ. τού άχρηστου ρ. δάω «γνωρίζω, μαθαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδαῆναι — know beforehand aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδέδαεν — προδαῆναι know beforehand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) προδαῆναι know beforehand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδαείς — προδαῆναι know beforehand pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδαέντες — προδαῆναι know beforehand pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)